Στην πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του γερμανού καγκελαρίου Ολαφ Σολτς, αναδύθηκε μια συζήτηση που προκαλεί ανησυχία στην Ελλάδα. Παρά τη σιωπή του Μητσοτάκη, η θέση για την κατάργηση του ελληνικού βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ότι έχει υιοθετηθεί, επιφέροντα ανησυχίες σχετικά με την εθνική ασφάλεια και τα συμφέροντα της χώρας.
Ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης, είχε προτείνει προηγουμένως την κατάργηση του ελληνικού βέτο στην ΕΕ, προκαλώντας αντιδράσεις. Η εξέλιξη αυτή, όμως, είναι τώρα πιο επίκαιρη και φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τη γερμανική προσέγγιση, προβάλλοντας το ενδεχόμενο να αποτελέσει μέρος του ευρύτερου γεωπολιτικού πλαισίου.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από αναταραχές στην εσωτερική πολιτική σκηνή, καθώς η συζήτηση για την κατάργηση του βέτο είχε εκκινήσει πριν από δύο χρόνια. Η ιδέα αυτή θεωρείται ανησυχητική, καθώς η ομοφωνία ήταν θεμέλιος λίθος της ΕΕ και αποτελεί σημαντικό εργαλείο διαπραγμάτευσης για τις λιγότερο ισχυρές χώρες.
Η υιοθέτηση αυτής της θέσης από πολιτικούς όπως ο Ανδρουλάκης και, ενδεχομένως, από τον Μητσοτάκη, προκαλεί ερωτηματικά για το αν υπάρχει εθνική συναίνεση γι’ αυτήν. Η ανησυχία επικεντρώνεται στο ενδεχόμενο να υπονομεύσει αυτή η θέση τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, ιδίως σε θέματα όπως η επέκταση της ΕΕ και οι διαπραγματεύσεις με γειτονικές χώρες.
Η απόφαση του νέου Προέδρου της Κύπρου, Νίκου Χριστοδουλίδη, να υποστηρίξει την ιδέα της κατάργησης του βέτο προκαλεί έκπληξη, ενώ η υποψία ότι αυτή η θέση έχει συννενοηθεί με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη προκαλεί ακόμα περισσότερες ανησυχίες.
Το ερώτημα παραμένει αν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις θα στηρίξουν την κατάργηση του βέτο και πώς αυτή η εξέλιξη θα επηρεάσει τη γεωπολιτική ισορροπία και τα εθνικά συμφέροντα στην περιοχή.