Η καρμίνη E120 χρησιμοποιείται ευρέως επειδή είναι ένα ιδιαίτερα σταθερό, ασφαλές και μακράς διαρκείας πρόσθετο, του οποίου το χρώμα επηρεάζεται ελάχιστα από τη θερμότητα ή το φως.
To E120 (i) Καρμίνη και το E120 (ii) Απόσταγμα κοχενίλης είναι φυσικές κόκκινες χρωστικές για τρόφιμα που απομονώνεται από τα έντομα Dactylopius coccus (Coccus cacti) ή αλλιώς Cochineal (κοχενίλη). Το πορφυρό κέλυφος, τα φτερά και τα αυγά του θηλυκού εντόμου δίνουν ένα λαμπερό, κόκκινο χρώμα σε χιλιάδες τρόφιμα, ποτά, καλλυντικά και φάρμακα. Το προϊόν της χημικής κατεργασίας των εντόμων ονομάζεται καρμίνη. Το χρώμα που προσφέρει ποικίλλει από έντονο ροζ, πορτοκαλί και βαθύ κόκκινο έως σκούρο μοβ.
Η καρμίνη είναι ένα ιδιαίτερα μακράς διαρκείας πρόσθετο του οποίου το χρώμα επηρεάζεται ελάχιστα από τη θερμότητα ή το φως, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ευρέως. Οι υποστηρικτές του επισημαίνουν ότι είναι ένα φυσικό προϊόν που ανακαλύφθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Μάγια και στη συνέχεια τους Αζτέκους πριν από περισσότερους από πέντε αιώνες. Ισχυρίζονται ότι είναι πολύ πιο υγιεινό από τις τεχνητές εναλλακτικές, όπως οι χρωστικές τροφίμων που παράγονται από άνθρακα ή υποπροϊόντα πετρελαίου.
Ο μακρύς κατάλογος των προϊόντων στα οποία χρησιμοποιείται σήμερα η καρμίνη περιλαμβάνει παγωτά, γρανίτες, γιαούρτια, χυμούς, ποτά, γλυκά, μπισκότα, κέικ, καραμέλες, τσίχλες, γέμιση φρούτου σε τυποποιημένα τρόφιμα, σιρόπια, μαρμελάδες, κομπόστες, γαλακτοκομικά με φράουλα, κοκτέιλ φρούτων. Ακόμα, βρίσκεται σε παιδικές τροφές, τυριά τσένταρ, αποξηραμένα ψάρια, σάλτσες ντομάτας, επιδόρπια με ζελατίνη (ζελέ), κερασάκια ζαχαροπλαστικής (μαρασκίνο), προϊόντα υποκατάστατα αστακού και καβουριού, λικέρ, ξίδια, πουτίγκες, χαβιάρι, επεξεργασμένα κρέατα (λουκάνικα), συμπληρώματα διατροφής, φάρμακα, παστίλιες για τον βήχα, προϊόντα μαλλιών και περιποίησης δέρματος και καλλυντικά (σκιές ματιών, ρουζ, πούδρες, κραγιόν, λιπ γκλος και βερνίκια νυχιών).
Κύριος παραγωγός και παγκόσμιος προμηθευτής καρμίνης είναι το Περού. Τα έντομα ζουν επίσης στη Βολιβία, τη Χιλή, τα Κανάρια Νησιά και το Μεξικό. Τα θηλυκά έντομα και τα αυγά τους συλλέγονται με παραδοσιακό τρόπο από τους κάκτους της ερήμου των Άνδεων, αποξηραίνονται, βράζονται και φιλτράρονται, για να αποδώσουν το καρμινικό οξύ, την ουσία που παράγει το σκαθάρι για να απωθεί τους εχθρούς του.
Η καρμίνη που ονομάζεται και καρμίνιο, αποτελεί την πιο γνωστή από τις διάφορες χρωστικές που παράγονται από έντομα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η χρήση καρμίνης στα τρόφιμα ρυθμίζεται σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διέπουν τα πρόσθετα τροφίμων γενικά και τις χρωστικές τροφίμων ειδικότερα (Οδηγία 94/36/ΕΚ) και αναφέρονται με τις ονομασίες Cochineal, Carminic acid, Carmines και Natural Red 4 ως πρόσθετο E 120 στον κατάλογο των εγκεκριμένων από την ΕΕ προσθέτων τροφίμων.
Η Οδηγία ΕΕ 2000/13/ΕΚ για την επισήμανση των τροφίμων ορίζει ότι οι καρμίνες (όπως όλα τα πρόσθετα τροφίμων) πρέπει να περιλαμβάνονται στον κατάλογο των συστατικών ενός τροφίμου με την κατηγορία προσθέτων και την αναγραφόμενη ονομασία ή τον αριθμό πρόσθετου, δηλαδή είτε ως χρωστικές καρμίνες τροφίμων ή ως χρώμα τροφίμων E 120.
Οι vegan έχουν δηλώσει ότι θα έπρεπε να υπάρχει πιο σαφής επισήμανση σχετικά με την παρουσία της στα τρόφιμα καθώς δεν μπορεί να καταναλωθεί από χορτοφάγους και γι’ αυτό πολλές εταιρείες όπως η Starbucks έχουν σταματήσει να την χρησιμοποιούν.
Ερευνητές υποστηρίζουν πως η καρμίνη μπορεί να προκαλέσει άμεσες και καθυστερημένες αλλεργικές αντιδράσεις. Η αλλεργία στην καρμίνη, με κύριο σύμπτωμα την κνίδωση είναι κατά την άποψή τους πιο συχνή από ό,τι υποπτευόταν προηγουμένως, ειδικά σε ασθενείς με ατοπία και συστηματικά συμπτώματα κατά την πορεία χρόνιας επαγόμενης κνίδωσης (διαβάστε σχετική μελέτη ΕΔΩ).