Η πολιτική σκηνή της Ελλάδας έχει διανύσει μια σειρά από αναταράξεις και αμφιλεγόμενες αποφάσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Μία από τις πιο πολυσυζητημένες πτυχές της είναι η άρση της ασυλίας βουλευτών, ένα μέσο που χρησιμοποιείται για να εξασφαλίσει η δικαιοσύνη τη διεξαγωγή έρευνας και δικαστικής διαδικασίας για κατηγορούμενους πολιτικούς. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται αυτό το μέσο έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις, καθώς φαίνεται να εξαρτάται από πολιτικές συμφωνίες και επιρροές.
Μια από τις πιο σημαντικές περιπτώσεις άρσης ασυλίας που έχει συζητηθεί είναι αυτή των βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Η ασυλία των βουλευτών αυτού του κόμματος άρθηκε σε μια νύχτα, ύστερα από πίεση πολιτικών.
Από την άλλη πλευρά, η περίπτωση του Βουλευτή Κ. Α. Καραμανλή της Νέας Δημοκρατίας που ήταν Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών το 2023 όπου έγινε το έγκλημα στα Τέμπη έχει προκαλέσει σοβαρή ανησυχία και αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της ελληνικής δικαιοσύνης. Παρά τις κατηγορίες και τις αποδείξεις που εμφανίζονται, η ασυλία του τότε υπουργού δεν έχει αρθεί, παρά τις εκκλήσεις και την αντίδραση του λαού και των 1,3 εκατομμυρίων υπογράφων που έχουν συλλέξει.
Η αντίφαση σε αυτήν την προσέγγιση είναι εμφανής. Ενώ η ασυλία των βουλευτών της Χρυσής Αυγής άρθηκε με γρήγορο τρόπο και σχετικά εύκολα, ο τότε υπουργός της Νέας Δημοκρατίας παραμένει ατιμώρητος, παρά τις σοβαρές κατηγορίες εναντίον του. Αυτή η διπρόσωπη προσέγγιση στο θέμα της ασυλίας δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την ισονομία ενώπιον του νόμου.
Η άρση της ασυλίας ενός βουλευτή αποτελεί σημαντικό βήμα προς τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια, καθώς επιτρέπει τη διεξαγωγή έρευνας και την επιβολή του νόμου ανεξάρτητα από το καθεστώς ή τη θέση του κατηγορουμένου. Αντίθετα, η απραξία στην άρση της ασυλίας ενός υπουργού που κατηγορείται για σοβαρά εγκλήματα υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού στη δικαιοσύνη και την ισότητα ενώπιον του νόμου.
Το παράδοξο αυτό ανοίγει τη συζήτηση για την ανάγκη αναθεώρησης της διαδικασίας άρσης της ασυλίας στην Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, η δικαιοσύνη και η ισονομία. Οι πολίτες αναμένουν και αξίζουν μια δικαιοσύνη που δεν είναι υπό την επίδραση πολιτικών ή κομματικών παρασκηνίων, αλλά βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και αρχές.
Η κυβέρνηση και οι πολιτικοί ηγέτες έχουν την υποχρέωση να δείξουν αποφασιστικότητα στην εξάλειψη της διαφθοράς και της ανισότητας ενώπιον του νόμου, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο κατηγορούμενος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα και να διασφαλιστεί η δικαιοσύνη για όλους.