Στην Ελλάδα, η πολιτική συζήτηση και η διπλωματία συχνά κινούνται μεταξύ δύο ακρών. Μετά την επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, η κριτική κινείται σε δύο ακραίες κατευθύνσεις: οι έναντι υποδεικνύουν έναν υπερβολικό ενθουσιασμό, ενώ οι άλλοι επικεντρώνονται στην ανάλυση της γλώσσας του σώματος και της δουλοπρέπειας.
Υπάρχει έλλειψη βάθους στις δύο προσεγγίσεις, καθώς οι κριτικοί δεν αναλύουν επαρκώς τα προβλήματα και περιορίζονται στην επιφανειακή κριτική. Ενώ προσπαθούμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα, παρατηρείται ότι οι προσπάθειες επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία συχνά αποτυγχάνουν λόγω αμοιβαίας δυσπιστίας.
Η Διακήρυξη των Αθηνών αναδεικνύεται ως αντιφατική, καθώς δέχεται ότι η κριτική μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή, ενώ δεν αναφέρεται επαρκώς στα πραγματικά ζητήματα όπως το τουρκολιβυκό μνημόνιο και οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Συνολικά η ανησυχία για την έλλειψη ανταπόκρισης στις πραγματικές απειλές από την Τουρκία, εκφράζει την ανάγκη για πιο αποφασιστικές και σαφείς στάσεις από την πλευρά της Ελλάδας.